- τετρούγκιον
- τετρ-ούγκιον, τό,A coin of four unciae, i.e. triens, Dacia 3/4.607 ([place name] Tomi).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετρούγκιον — τὸ, Α βλ. τετραούγκιον … Dictionary of Greek
τετραούγκιον — και τετραούγγιον και τετρούγκιον, τὸ, ΜΑ 1. το ένα τριτημόριο 2. νόμισμα τεσσάρων ουγγιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + οὐγγία / οὐγκία] … Dictionary of Greek